μηχανικῶν

μηχανικῶν
μηχανικός
resourceful
fem gen pl
μηχανικός
resourceful
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο — (ΕΜΠ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο διδάσκονται θετικές και πρακτικές επιστήμες καθώς και καλές τέχνες (η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών είναι ανεξάρτητο ίδρυμα). Αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και υπάγεται στην άμεση εποπτεία του… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης — Διοικητική έδρα του είναι η Θεσσαλονίκη, ενώ τμήματά του λειτουργούν στη Φλώρινα, την Κοζάνη και τις Σέρρες. Συγκεκριμένα, λειτουργούν οι παρακάτω σχολές και τμήματα: 1. Θεολογική σχολή, στην οποία ανήκουν τα τμήματα θεολογίας και ποιμαντικής και …   Dictionary of Greek

  • Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης — (ΔΠΘ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, με πλήρη αυτοδιοίκηση.Εποπτεύεται και επιχορηγείται από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων). Ιδρύθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλίας, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και ενισχύεται οικονομικά από το κράτος (η εποπτεία ασκείται από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων).… …   Dictionary of Greek

  • Κρήτης, Πολυτεχνείο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα (το δεύτερο στη χώρα μας), στο οποίο διδάσκονται θετικές και πρακτικές επιστήμες. Αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση και υπάγεται στην άμεση εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και… …   Dictionary of Greek

  • Κύπρου, Πανεπιστήμιο — Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε το 1989, ενώ δέχθηκε τους πρώτους φοιτητές το 1992. Έχει βασικούς στόχους την «προαγωγή της επιστήμης και της γνώσης… …   Dictionary of Greek

  • Καγκαράκης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1933 –). Χημικός μηχανικός, καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Σπούδασε στο ΕΜΠ (τμήμα χημικών μηχανικών), του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτορας και μετεκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο (Imperial College). Σταδιοδρόμησε, αρχικά, στη… …   Dictionary of Greek

  • Γεννηματάς, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 – 1994). Πολιτικός. Ήταν γιος του Θεόδωρου Γεννηματά, νομικού και οικονομολόγου από τη μεσσηνιακή Μάνη. Ακολούθησε σπουδές μηχανικού στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Άρχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά το 1958 από τη νεολαία του… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βουλκανισμός — Μέθοδος κατεργασίας του καουτσούκ για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του. Ο συνηθισμένος β. γίνεται με προσθήκη θείου 8 10% σε ακατέργαστο καουτσούκ και διακρίνεται σε θερμό β. (μείγμα καουτσούκ και Θείου θερμαίνονται για 3 4… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”